- ζεύγλη
- και ζεύγλα και ζεύλα, η (AM ζεύγλη, Α ποιητ. τ. ζεῡγλα)(για υποζύγια) καμπύλο μέρος τού ζυγού στο οποίο μπαίνει ο τράχηλος τού ζώου («χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ ζυγόν», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.1. καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται στα άκρα τού ζυγού ώστε να μην εξέρχονται από αυτόν οι τράχηλοι τών ζώων2. υποτέλεια, ζυγός δουλείαςμσν.-αρχ.1. η αφοσίωση στον θεό2. ο ευλογημένος δεσμός τού γάμου3. η ιερωσύνηαρχ.1. το ζεύγος, το ζευγάρι2. ο ιμάντας που στερεώνει τα πηδάλια («πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγνυμι (βλ. και ζεύγος). Από τον τ. ζεύγλα, με απλοποίηση τού συμφων. συμπλέγματος -γλ- σε -βλ-, προήλθε ο τ. ζεύλα].
Dictionary of Greek. 2013.